ἐρυθρός

ἐρυθρός
ἐρυθρός
Grammatical information: adj.
Meaning: `red' (Il.).
Other forms: My χ. e-ru-to-ro, e-ru-ta-ra.
Compounds: E.g. ἐρυθρό-πους `with red feet' bird-name (Ar.); ἐξ-έρυθρος `reddish' as sign of illness (Hp., Arist.; Strömberg Prefix Studies 67f.), λευκ-έρυθρος `white-red, flat-red' (Arist.; Risch IF 59, 60).
Derivatives: ἐρυθρίας m. "the red", surname after the red colour (Arist.; cf. ὠχρίας etc. and Chantraine Formation 93, Schwyzer-Debrunner 18); ἐρυθρῖνος, also with dissimilation (or after ἐρυθαίνομαι, s. below) ἐρυθῖνος name of a fish (Arist.; Strömberg Fischnamen 21); Έρυθῖνοι pl. name of a town (Β 855; cf. Έρυθραί below); ἐρυθρόδανον, -ος plant (Dsc.), also ἐρευθέδανον, s. ἐρεύθω; ἐρυθραῖος = ἐρυθρός (D. P.); ἐρυθρότης `red colour' (Gal.). - Pl. f. Έρυθραί torn in Ionia (Hdt.; from the Trachyt-rocks) with Έρυθραϊκὸν σατύριον plant-name (Dsc., Plin.), also ἐρυθρόνιον (Ps.-Dsc.; after Ίόνιον and other nouns in -όνιον); Έρυθραϊκός also from ἡ Έρυθρά (θάλασσα; adjunct of κυβερήτης, inscr. Ip). - Denomin. verbs ἐρυθριάω `become red' (Att.; after the verbs of disease in -ιάω; Schwyzer 732) with ἐρυθρίασις, -ησις (Hp., H.); ἐρυθραίνομαι, `become, make red' (X.). - Also ἐρυθαίνομαι, , aor. ἐρύθηνα `id.' (Il.) with ἐρύθημα `becoming red, redness' (Hp., Th.); s. below.
Origin: IE [Indo-European] [872] *h₁reudh- `red\/
Etymology: Old adjective: Lat. rŭber, R.-CSl. rьdьrъ (s. Vasmer Russ. et. Wb. s. rëdryĭ), Toch. A. rtär, B. rätre, Skt. rudhirá- (reshaped after rudhi- in rudhikrā́- name of a demon); OWNo. rođra f. `blood'. - Othe languages have a diff. stem. OWNo. rjōđr, OE rēod have against most Germanic forms (s. below) the same vowel as the verbs rjōđa, resp. rēodan (= ἐρεύθω, s. v.) and may therefore be secondary; a basic form IE *h₁reudhós agrees with λευκός (beside λεύσσω). An old eu can also be found in Lith. raũdas, Lat. (dial.) rūfus, rōbus, Celt., e. g. OIr. rūad, Skt. lohá- `reddish' m. n. `red metall, copper, iron'. The forms mentioned may also continue IE *h₁roudhos , which is seen in most Germanic forms, Goth. rauÞs, ONo. rauđr, OE rēad, OHG rōt. - (The old denomin. ἐρυθαίνομαι points together with ἐρυθρός to an orig. r-n-stem *rudh-r-, *rudh-n-). There existed perhaps a neutral s-stem *h₁réudhos (= ἔρευθος), and a verb *h₁réudhō (= ἐρεύθω).; the o-stem had o-vocalism in *h₁roudhos. See Pok. 872f., W.-Hofmann s. ruber, Ernout-Meillet s. rubeō; and Porzig Gliederung 194f., Schwentner KZ 73, 110ff. - S. also ἐρεύθω but ἐρυσίβη.
Page in Frisk: 1,567-568

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐρυθρός — red masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἔρυθρος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερυθρός — ά και ή, ό (AM ἐρυθρός, ά, όν Α και ἐρυθρός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού αίματος ή τού άνθους τής παπαρούνας, ο κόκκινος 2. φρ. «Ερυθρά θάλασσα» η θάλασσα μεταξύ τής Αραβίας και τού βόρειου τμήματος τής ανατολικής ακτής τής Αφρικής μσν …   Dictionary of Greek

  • ερυθρός — ή, ό 1. αυτός που έχει κόκκινο χρώμα, αλλ. κόκκινος. 2. το ουδ. ως ουσ., ερυθρό το κόκκινο χρώμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ερυθρός γίγαντας — (Αστρον.). Γίγαντας αστέρας με επιφανειακή θερμοκρασία 2000 3000°Κ και διάμετρο 10 100 φορές μεγαλύτερη από τον Ήλιο. Οι ε.γ. πιστεύεται ότι αντιπροσωπεύουν τις τελευταίες φάσεις της εξέλιξης ενός φυσιολογικού αστέρα, όταν πια έχει καταναλωθεί το …   Dictionary of Greek

  • Ερυθρός ποταμός — Ποταμός (1.200 χλμ.) της Κίνας, που πηγάζει από τα βουνά Γιουνάν (σε υψόμετρο 2.170 μ.). Ο ποταμός, που ονομάζεται από τους Κινέζους Σονγκ Κόι, διασχίζει το βόρειο Βιετνάμ και εκβάλλει στον κόλπο του Toνκίν, σχηματίζοντας μεγάλο δέλτα. Βλ. λ.… …   Dictionary of Greek

  • Ερυθρός Σταυρός — Διεθνής οργανισμός που ιδρύθηκε με σκοπό τη βοήθεια των θυμάτων πόλεμου. Ο Ε.Σ. ιδρύθηκε το 1864 από τον Ελβετό Ερρίκο Ντινάν, μετά την απογοήτευση που αισθάνθηκε από την εγκατάλειψη των τραυματιών στη μάχη του Σολφερίνο (24 Ιουνίου 1859). Ο… …   Dictionary of Greek

  • Σταυρός, Διεθνής Ερυθρός — Συγκρότημα φιλανθρωπικών οργανώσεων που αποβλέπουν στην προσφορά βοήθειας στα θύματα του πολέμου, των φυσικών καταστροφών και των κοινωνικών αναστατώσεων. Περιλαμβάνει δυο χωριστές οργανώσεις: τη Διεθνή Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού και την Ένωση… …   Dictionary of Greek

  • Διεθνής Ερυθρός Σταυρός — Ένωση φιλανθρωπικών οργανώσεων με κεντρική έδρα τη Γενεύη. Βλ. λ. Σταυρός, Διεθνής Ερυθρός …   Dictionary of Greek

  • Έρικ ο Ερυθρός — (940 – 1010 μ.Χ.). Νορβηγός θαλασσοπόρος. Έφυγε γύρω στο 950 μ.Χ. με τον πατέρα του από τη Νορβηγία και εγκαταστάθηκε στην Ισλανδία. Λόγω βεντέτας, αποφασίστηκε η εξορία του· απέπλευσε το 985 από την Ισλανδία και έφτασε στις δυτικές ακτές της… …   Dictionary of Greek

  • ἐρυθρά — ἐρυθρός red neut nom/voc/acc pl ἐρυθρά̱ , ἐρυθρός red fem nom/voc/acc dual ἐρυθρά̱ , ἐρυθρός red fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”